Με σημείο αναφοράς το μυθιστόρημα του Ιουλίου Βερν, Το Αρχιπέλαγος στις φλόγες, η Αγγελική Μπόζου επικεντρώνεται στην «ανάγνωση» και τη «μεταφορά» του ’21 στο πλαίσιο της μυθιστορηματικής αφήγησης, αναζητώντας σημεία επαφής αλλά και απόστασης μεταξύ δύο διακριτών πεδίων παραγωγής λόγου: της ιστορίας και της φαντασιώδους του μύθου πλοκής. Χωρίς ωστόσο να εστιάζει στην προφανή διαφορά τους, στρέφει την προσοχή της στο ζήτημα της εικονογράφησης των έντυπων περιηγητικών κι άλλων εκδόσεων, αντιμετωπίζοντας τις απεικονίσεις ως εικαστικές εκδοχές ενός σχήματος πραγματικότητας και φαντασίας με εκλεκτικές συγγένειες με την πρακτική της μετάπλασης στην τέχνη.
Το Αρχιπέλαγος στις φλόγες (γαλλικά: L’Archipel en feu) του Ιουλίου Βερν είναι ένα μυθιστόρημα περιπέτειας αμιγώς ελληνικού ενδιαφέροντος με θεματικούς άξονες την πειρατεία στο Αιγαίο και το ειδύλλιο δύο νεαρών. Μολονότι γράφτηκε το 1883, η υπόθεση διαδραματίζεται το διάστημα 18/10/1827 έως 7/9/1828 με κέντρο τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν λίγο πριν από τη Ναυμαχία του Ναυαρίνου. Κεντρικό πρόσωπο του έργου είναι ο Μανιάτης κυβερνήτης της σακολέβας Καρύστα, Νικόλας Στάρκος, ο οποίος συνεργάζεται με τους πειρατές που λυµαίνονται τη Μεσόγειο με τη στήριξη ενός Κερκυραίου τραπεζίτη. Ο Στάρκος ήταν γιος της χήρας Ανδρονίκης Στάρκου με καταγωγή από την Οίτυλο, η οποία συμμετείχε στους αγώνες των Ελλήνων για την Aνεξαρτησία μόνο το μικρό της όνομα, καθώς δεν ήθελε να χρησιμοποιεί το επώνυμο που ατίμαζε ο γιος της, όπως αναφέρει ο Βερν. Δρώντα πρόσωπα στην υπόθεση είναι επίσης ο Γάλλος φιλέλληνας Ερρίκος ντ΄ Αλμπαρέ και η κόρη του τραπεζίτη Χατζίν Ελιζούντο.
Το μυθιστόρημα δημοσιεύεται για πρώτη φορά με μορφή επιφυλλίδων στην εφημερίδα Le Temps το διάστημα από τις 29 Ιουνίου έως τις 3 Αυγούστου 1884, ενώ το ίδιο έτος θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Hetzel με εικονογράφηση του L. Benett. Σχεδόν ταυτόχρονα μεταφράζεται στην ελληνική από την Ελένη Κανελλίδου και δημοσιεύεται στην αθηναϊκή εφημερίδα Καιροί (Ιούλιος 1884 - Ιανουάριος 1885) με τίτλο «Το Αιγαίον εις αναστάτωσιν».
Μέσα από το έργο του, ο Βερν εξαίρει τη συμμετοχή των Φιλελλήνων στον Αγώνα του ’21, καθώς επίσης εξυμνεί τον γυναικείο ηρωισμό στο πρόσωπο της Μανιάτισσας Ανδρονίκης. Ωστόσο, τολμά να αναφερθεί ταυτόχρονα σε φαινόμενα που συνήθως αποσιωπώνται, όπως η εξάπλωση της πειρατείας στην περιοχή των Κακοβουνιωτών, καθώς και η δουλεμπορική πρακτική που ασκούσαν οι πειρατές, αιχμαλωτίζοντας ολόκληρους πληθυσμούς και μεταφέροντάς τους στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής για να πουληθούν.
Αν και ο Βερν είχε ως κύριο μέλημα την φαντασιώδη του μύθου πλοκή, -όπως σημειώνεται σε άρθρο της εφημερίδας Καιροί-, οι Οιτυλιώτες ενοχλήθηκαν τόσο με τους χαρακτηρισμούς του συγγραφέα για τους Μανιάτες, όσο και με τις αναφορές του στην πειρατική δράση του συντοπίτη τους Στάρκου. Φυσικό επακόλουθο ήταν οι απαντήσεις του Βερν στην Le Temps, ενώ ανάλογη ήταν και η αντίδραση της εφημερίδας Καιροί.
Γράφει, λοιπόν, ο Βερν στο πρώτο κεφάλαιο του μυθιστορήματός του για τους κατοίκους της Μάνης: «[…] Αυτή τη στιγμή που γράφεται – και όχι κατά τη στιγμή που διαδραματίστηκε – η ιστορία αυτή, Οι Μανιάτες, ή μάλλον εκείνοι που φέρουν αυτό το όνομα, μένουν ακόμη ημιβάρβαροι, μεριμνώντας περισσότερο για τη δικιά τους ελευθερία παρά για την ελευθερία της ίδιας τους της χώρας. […] Αγαπούν τις έριδες, είναι φιλεκδικητικοί και μεταβιβάζουν, όπως οι Κορσικανοί, τα οικογενειακά μίση, τα οποία δεν σβήνουν παρά μόνο διά του αίματος, πλιατσικολόγοι εκ καταγωγής [...].»
Δεν επιβεβαιώνεται αν ο Βερν κατά την περιήγησή του στη Μεσόγειο το 1878 και το 1884 έφθασε μέχρι την Ελλάδα. Οι γνώσεις του συγγραφέα προέρχονται -σύμφωνα με τη μαρτυρία του ίδιου - από το έργο Univers pittoresque των εκδόσεων Didot όπου –μεταξύ άλλων- μνημονεύεται και το πειρατικό παρελθόν του Ανδρέα Μιαούλη. Επιπλέον, ο Βερν αντλεί στοιχεία από το έργο του γραμματέα της γαλλικής πρεσβείας στην Αθήνα Henri Belle Το ταξίδι στην Ελλάδα που δημοσιεύθηκε αρχικά σε συνέχειες στο γεωγραφικό και ταξιδιωτικό περιοδικό Le tour du monde και το 1881 κυκλοφόρησε σε αυτοτελή τόμο (Belle, Henri. Trois années en Grèce, Paris, Librairie Hachette, 1881).
Ενδιαφέρον επίσης αποτελεί το γεγονός ότι ούτε ο L. Benett επισκέφθηκε την Ελλάδα. Ίσως γι’ αυτό οι εικόνες δεν σχετίζονται διόλου με το κείμενο που πλαισιώνουν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση όπου ο συγγραφέας περιγράφει τη μανιάτικη φορεσιά της Ανδρονίκης με «φούστα από μαύρο μπαμπακερό ύφασμα με στενή κόκκινη ούγια, ένα κοντογούνι σκούρο, σφικτό στη μέση, στο κεφάλι πλατύ μισόμαυρο σκούφο, περιδεμένο με μαντήλι, που είχε τα χρώματα της Ελληνικής σημαίας.» Το γεγονός ότι η Ανδρονίκη απεικονίζεται στις λιθογραφίες του Benett κυρίως με ενδύματα των χωριών της Αττικής με το χαρακτηριστικό φούντι, μακρύ μανικωτό πουκάμισο με φαρδιά διακόσμηση στον ποδόγυρο, έρχεται ίσως να αποδείξει τη συνήθη τακτική πολλών περιηγητών και καλλιτεχνών που εικονογραφούσαν με τη φαντασία τους ή αντλούσαν έμπνευση από άλλους για τις ανάγκες της έκδοσης ενός ταξιδιωτικού ημερολογίου.
Το έργο της Μπόζου αποτελεί συμπίλημα αποσπασμάτων από διάφορα δικά της έργα και έργα άλλων, τα οποία περιέχουν μεταξύ άλλων διασκευές και μεταπλάσεις, δηλωμένες ή αδήλωτες. Επεμβαίνοντας πάνω στο σώμα του βιβλίου με κολάζ και σχέδιο, με επισημάνσεις, διαγραφές και επισυνάψεις, με αλλαγές και παραμορφώσεις, και κάνοντας χρήση των βασικών τμημάτων της γυναικείας φορεσιάς της Μάνης όπως αυτή έχει παγιωθεί σήμερα, η εικαστικός αλλάζει το περιεχόμενο της εικονογραφημένης σελίδας του πρωτοτύπου, «επινοώντας» στην ουσία μια νέα μυθοπλαστική αφήγηση με άλλες αναπαραστάσεις.
Σκοπός της ωστόσο δεν είναι να διορθώσει όσα κρίθηκαν παλαιότερα ως ενοχλητικά από τους Μανιάτες και να εντάξει τα γεγονότα στο πρότυπο μιας πολιτικά ορθής αφήγησης. Επίσης πρόθεσή της δεν είναι να παίξει τον ρόλο του ιστορικού μηδέ του παρεμβατικού σχολιαστή. Ούτε όμως να προτείνει μια άλλη αναπαράσταση της αναπαράστασης εκείνων που είδε ή δεν είδε και εικονογράφησε ο L. Benett. Στοχεύει ακριβώς στο αντίθετο. Η προσέγγισή της αποτελεί ένα σχόλιο για το αμφιλεγόμενο της ιστορίας, την αξιοπιστία ή μη της εικόνας στα έργα των περιηγητών, αλλά και τη μεταφορά της ιστορίας στη λογοτεχνία, διαδικασίες που ενέχουν εν πολλοίς την έννοια της διαμεσολάβησης και της ερμηνείας.
Αναγνωρίζοντας τη «φαντασιακή ανακατασκευή» ως χαρακτηριστικό του έργου του συγγραφέα, η Μπόζου προβαίνει σε μία ακόμη μετάπλαση του έργου του Βερν, όπως χαρακτηριστικά συμβαίνει πολύ συχνά στην τέχνη και ειδικά στη σύγχρονη. Η μετάπλαση αναφέρεται στη διαδικασία κατά την οποία ο καλλιτέχνης πλάθει για ακόμη μία φορά, αναδημιουργεί ένα θέμα ή μια εικόνα, δίνοντάς του νέες σημασιολογικές φορτίσεις ή φέρνοντας στην επιφάνεια επίκαιρους ή ακόμη και δικούς του προβληματισμούς. Την παραπάνω συλλογιστική η Μπόζου εκφράζει προβάλλοντας για παράδειγμα σύγχρονες εκδοχές της φωτιάς και της επανάστασης που πυροδοτούν τη μνήμη σε ατομικό ή συλλογικό επίπεδο. Επίσης, την ίδια πρακτική υιοθετεί και ο Θάνος Κοσμίδης στη μουσική με την οποία επενδύει το έργο της Μπόζου, μπλέκοντας διάφορα μουσικά στυλ και ρυθμούς. Κατ’ ανάλογο τρόπο η εικαστικός αντιμετωπίζει την εικόνα της Ανδρονίκης ως αρχέτυπο, σύμβολο και πρότυπο (συμπεριφοράς) που δυνητικά θα μπορούσε να παραβληθεί με σύγχρονα πρόσωπα, δίνοντας έτσι διαφορετικές εκδοχές του γυναικείου ηρωισμού.
Η Τάνια Βελίσκου σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Α.Π.Θ., λαμβάνοντας υποτροφίες από το Κληροδότημα Τσαγκαδά για την επίδοση στα προγράμματα Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Με υποτροφία του Ιδρύματος «Μαρίας Χειμαριού» πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές εξειδίκευσης στη Μουσειολογία στο Τμήμα Μουσειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Leicester του Ηνωμένου Βασιλείου.
Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα του Α.Π.Θ. που αφορούν στην τεκμηρίωση και διαχείριση ενδυματολογικών συλλογών, καθώς και σε επιτόπιες λαογραφικές έρευνες στη Β. Ελλάδα. Εργάζεται ως επιμελήτρια στο Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας του Λυκείου των Ελληνίδων, με κύρια καθήκοντα την εκπόνηση μουσειολογικών μελετών, τον μουσειογραφικό σχεδιασμό και την επιμέλεια των θεματικών εκθέσεων. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ενδυμασιολογίας.
Αγγελική Μπόζου
Θάνος Κοσμίδης
Τάνια Βελίσκου
Πέννυ Σακκοπούλου – Βαλταζάνου
Ντιάνα Νοτάρογλου
Τάνια Βελίσκου