Μέσα από ένα έργο εξαιρετικής πυκνότητας που αντλεί έμπνευση από την Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου, η Αγγελική Μπόζου προσεγγίζει τους τρόπους με τους οποίους το ένδυμα αντανακλά την κοινωνική θέση της γυναίκας, συγκροτεί την ταυτότητα του φύλου (gender) και εγγράφει σχέσεις εξουσίας την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Παράλληλα, με αναγωγές στη σύγχρονη πραγματικότητα, μέσα από το έργο της εγείρει συζητήσεις σχετικά με το διαχρονικό και πάντα επίκαιρο αίτημα της ισότητας των δύο φύλων.
Η έννοια της ισότητας των δύο φύλων βρίσκεται στο επίκεντρο της σκέψης του Ρήγα Βελεστινλή. Στο έργο του Νέα Πολιτική Διοίκησις1(1797), όπου θέτει τα «θεμέλια της ελευθερίας, της σιγουρότητος και της ευτυχίας» των υπόδουλων λαών, διατυπώνει την ανάγκη της ισότιμης συμμετοχής αγοριών και κοριτσιών στην εκπαίδευση ως προϋπόθεση για την πνευματική αφύπνιση του Γένους, ενώ παράλληλα προσθέτει στοχαστικά στις θέσεις του το δικαίωμα των γυναικών να φέρουν όπλα εφόσον χρειαστεί.
Τις ιδέες αυτές εντοπίζουμε στην Αυτοβιογραφία της ευγενούς καταγωγής Ζακυνθινής Ελισσάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου (1801-1832), και μάλιστα σε μια εποχή και σε μια η κοινωνία που δεν ευνοούσε τούτες τις οπτικές. Τον αποκλεισμό των Ελληνίδων γυναικών από τη δημόσια σφαίρα και την υποταγή αυτών στους κανόνες του έγγαμου βίου στην προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο καταγράφουν πολλοί ξένοι ταξιδιώτες που επισκέφθηκαν την Ελλάδα. Ειδικά για τη ζακυνθινή κοινωνία, όσον αφορά στη θέση των γυναικών, αντλούμε πληροφορίες από την επιστολή που έστειλε το 1824 προς την αδερφή του Martha στην Σκωτία, ο John Carswell2, Δεκανέας τότε στο 90ο Σύνταγμα Ελαφρού Πεζικού του βρετανικού στρατού στη Ζάκυνθο. Σε αυτή του την επιστολή ο Carswell απευθύνεται επίσης στην αγαπημένη του Isabella. Προκειμένου λοιπόν να της παραμυθήσει την μεταξύ τους απόσταση, αναφέρεται στη ζακυνθινή «παράδοση» οι γυναίκες να μη συναντούν από κοντά τους άντρες πριν τον γάμο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνουν επίσης ο Ιρλανδός γιατρός William Goodison3 που υπηρέτησε στο 75ο Σύνταγμα Πεζικού των Άγγλων στα Επτάνησα το διάστημα 1814-1821, καθώς και η Αγγλίδα περιηγήτρια λαίδη Hester Stanhope4, η οποία επισκέφθηκε την Ελλάδα στα 1810.
Η εικόνα που συνάγεται από την αυθιστόριση της Ελισσάβετ είναι ακριβώς αυτή: της γυναίκας που ζει πίσω από τις τζελουτζίες5 και εξαιτίας του φύλου της αδυνατεί να συμπράξει στον απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων· Η περαιτέρω μάλιστα αναφορά της Μαρτινέγκου στα μακρά φορέματά της, καταδεικνύει εμμέσως και υπαινικτικά τους περιορισμούς που απορρέουν την εποχή εκείνη από το γυναικείο ένδυμα, αλλά και πώς το ένδυμα μπορεί να λειτουργεί ως κανόνας συμπεριφοράς και ταυτόχρονα ως η υπενθύμιση αυτού και να ενισχύει τις κατά φύλα διαφορές. Έτσι, στην προοπτική της λύτρωσής της από τα δεσμά που της επιβάλλει η πατριαρχική οικογένεια, η κοινωνική της τάξη και κατ’ επέκταση η ζακυνθινή κοινωνία των πρώτων δεκαετιών του 19ου αι., σκέφτεται ακόμη και την αυτοκτονία.
Πράγματι, ανατρέχοντας το χρονικό του Αγώνα, βρίσκει κανείς πλείστες περιπτώσεις γυναικών που εν τέλει κατορθώνουν να υπερβούν τους περιορισμούς της κοινωνικής τους θέσης. Σύμφωνα με μαρτυρίες, μηχανεύονται ποικίλους τρόπους, μέχρι που ενδύονται ανδρικά ούτως ώστε να μην αναγνωριστούν και να διαβούν το άβατο του πολέμου. (π.χ. η Μεσολογγίτισσα Τασούλα Γυφτογιάννη (Γυφτογιάνναινα)6. Πολλές από τις γυναίκες αυτές μάλιστα απέκτησαν ένα μυθικό σχεδόν status, που στην πορεία των χρόνων εξυμνήθηκε στους λόγους υπέρ της χειραφέτησης των γυναικών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η Εφημερίς των Κυριών, όπου η Καλλιρρόη Παρρέν εξαίρει τη συμμετοχή των γυναικών στην Επανάσταση, θέτοντας την «ανδρεία» και τον ηρωισμό τους στην υπηρεσία των σύγχρονων τότε φεμινιστικών στόχων.
Το κείμενο της Μαρτινέγκου έχει χαρακτηριστεί ως μια σιωπηλή φωνή διαμαρτυρίας. Άλλωστε εκδόθηκε από τον γιο της Ελισσαβέτιο μόλις το 1881, δηλαδή πενήντα χρόνια μετά τον πρώιμο θάνατό της, σε έναν τόμο μαζί με δικά του ποιήματα, και μάλιστα με περικοπές, όπως δηλώνει ο ίδιος στον Επίλογό7 του.
- 1. «Όλοι χωρίς εξαίρεσιν, έχουν χρέος να ηξεύρουν γράμματα. Η Πατρίς έχει να καταστήση σχολεία εις όλα τα χωρία, δια τα αρσενικά και θηλυκά παιδία. Εκ των γραμμάτων γεννάται η προκοπή, με την οποίαν λάμπουν τα ελεύθερα έθνη [...].» (Δίκαια του Ανθρώπου [ή Διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου], άρθρο 22) «Όλοι οι Έλληνες είναι στρατιώται. Όλοι πρέπει να γυμνάζονται εις τα άρματα και να ρίχνουν εις το σημάδι. Όλοι πρέπει να μανθάνουν την τακτικήν. Ως και αι Ελληνίδες βαστούν μιζράκια (τόξα) εις το χέρι, αν δεν είναι επιτήδειαι εις το τουφέκι.» (Το Σύνταγμα - Αρχή της Νομοθετημένης Πράξεως και Ψυχή της Διοικήσεως, άρθρο 109)
- 2. «| 27 [Η] Ελληνίδα γυναίκα αποδέχεται το ενδιαφέρον των ανδρών από απόσταση. [Αυτοί] δεν| 28 επιτρέπεται να δουν ο ένας τον άλλο, μέχρις ότου παντρευτούν». Από το πρωτότυπο κείμενο της επιστολής: βλ. Βασίλης Χρυσοβιτσιώτης, «Ανέκδοτη ιδιωτική επιστολή από τη Ζάκυνθο στο Paisley της Σκωτίας το 1824: John Carswell προς Martha Carswell», Ιονικά Ανάλεκτα, τομ. 5, 2015
- 3. «Οι Ζακυνθινές είναι ακόμα πιο περιορισμένες και από τις γυναίκες άλλων νησιών. Τα περισσότερα παράθυρα θωρακίζονται από πυκνό καφασωτό που προβάλλει στον δρόμο, δίνοντάς τους την όψη φυλακών ή αναμορφωτηρίων˙ αποκλείονται έτσι παντελώς από τη δημόσια θέα˙ [...]» στο William Goodis(s)on, Ιστορικό και Τοπογραφικό Δοκίμιο για τα Νησιά Κέρκυρα, Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ιθάκη και Ζάκυνθος: με Παρατηρήσεις για τον Χαρακτήρα, τους Τρόπους και τα Έθιμα των Ιονίων Ελλήνων˙Περιγραφές των τοπίων και των εκεί ανακαλυφθέντων μνημείων της αρχαιότητας και σκέψεις για τα Κυκλώπεια ερείπια, Λονδίνο, 1822, σ. 186
- 4. «Οι ανύπαντρες γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων ήταν κατάκλειστες σε κάμαρες με καφασωτά παράθυρα και συχνά τις αρραβώνιαζαν χωρίς να τις έχουν δει οι μελλοντικοί τους σύζυγοι». Hester Lucy, Lady, Stanhope, 1776-1839, Travels of Lady Hester Stanhope; forming the completion of her memoirs, London, H. Colburn, 1846, σ. 25
- 5. «Τζελουτζία, το εν παραθύροις άλλοτε δρύφρακτον, όπως καθίστανται αθέατοι αι γυναίκες. Τοιαύτα δύφρακτα παρέμεινα εις τους γυναικωνίτας ολίγων ναών, δικτυωτόν, δρύφρακτον.» στο Λεωνίδας Χ. Ζώης (1865-1956), Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, εκδ. Ο Φώσκολος, Εν Ζακύνθω 1898, σ. 467
- 6. Η Γυφταγιάνναινα, λίγο πριν πεθάνει, είπε στις γυναίκες που της κρατούσαν συντροφιά: «Μωρέ τσούπρες, πεθαίνω. Πάρτε ετούτο το κλειδί της κασέλας μου, θα βρείτε μια καλή μου φορεσιά μέσα μαυτήνε θέλω να με θάψετε. Να ‘χετε την ευχή μου!». Όταν, λοιπόν, πέθανε, άνοιξαν την κασέλα και βρήκαν, από κάτω, όχι γυναικεία αλλά αντρικά ρούχα, εκείνα που φορούσε στην έξοδο, με το σελάχι και τα τσαρούχια. Έτσι η Γυφτογιάνναινα θάφτηκε με φορεσιά παλικαριού. Φιλιππόπουλος, Νικήτας Χρ. (2002). Το Μεσολόγγι στο διάβα του χρόνου. Ντάπια. σ. 132.
- 7. «Τα παραλειφθέντα, ως εν τω προλόγω ανέφερον, εκ της αυτοβιογραφίας της μακαρίτιδος μητρός μου, συνίστανται εις οικογενειακάς τινας περιστάσεις, εις τας πρωτίστας παιδικάς αυτής εντυπώσεις, εις συμπαθείας και αντιπαθείας προς οικογένεια κάτινα πρόσωπα, τα πάντα δε εν συνόλω εμφαίνουσιν αεί ποτε την αγγελικήν ψυχήν και την πρόωρον και διαφανή ανάπτυξιν του νοός της διακεκριμένης και παντός επαίνου ανωτέρας μητρός μου, παρελείφθησαν δε τα τοιαύτα, καθό ενδιαφέροντα μόνο νεμέ τον υιόν και τους στενοτέρους συγγενείς της αξιοτίμου οικογενείας Μουτσάν.» στο Ή Μήτηρ μου, αυτοβιογραφία τής κυρίας Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, εκδιδομένη ύπό τού υιού αυτής... έν Αθήναις... 1881, σ. 117, «επίλογος».
Ανακαλώντας τον αυτοβιογραφικό λόγο της Μαρτινέγκου, η Αγγελική Μπόζου δημιουργεί ένα έργο με φεμινιστική χροιά.
Η εικαστικός αντιμετωπίζει την αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου σαν μια μικροϊστορία, η οποία τέμνεται με την ιστορία του γυναικείου ζητήματος και τις έμφυλες διακρίσεις. Στο έργο της, το πρόσωπο της Μαρτινέγκου αποκτά υπόσταση μόνο μέσω της φωνής (voice over). Η αφήγηση όμως υπερβαίνει την περίπτωση του ατομικού λόγου και συνδέεται με τη μοίρα κι άλλων, σύγχρονων της εποχής της αυτοβιογράφου γυναικών. Παράλληλα, δημιουργώντας ένα ψευδαισθησιακό αφήγημα με συμβολικές σημάνσεις, η Μπόζου προσαρμόζει τον λόγο και τον χρόνο της συγγραφής της Μαρτινέγκου στη σύγχρονη πραγματικότητα. Ως εκ τούτου, συνυφαίνει τα λόγια της Μαρτινέγκου με εικόνες ακόμη και σύγχρονων γυναικών. Σε αυτή την αντίληψη εγγράφεται και η χρήση σκηνών από τον ιδιωτικό, καθημερινό μικρόκοσμο μιας γυναίκας που θυμίζουν κλισέ μιας γυναίκας καθηλωμένης στον ρόλο της συζύγου, της μητέρας, της ερωμένης (στρώσιμο τραπεζιού, κουζίνα κ.ά.). Ρόλο ανάλογο διαδραματίζουν και οι ήχοι που παρεμβάλλονται (π.χ. πλύσιμο πιάτων, κλάμα μωρού, ήχος τακουνιών).
Ακόμη, η λογοκρισία που επιβάλει ο Ελισαβέτιος στην αυτοβιογραφία της μητέρας του, δεν περνά απαρατήρητη από την εικαστικό. Στον φανταστικό κόσμο που δημιουργεί η Μπόζου, εκπληρώνοντας τρόπον τινά την υπόρρητη στόχευση της αυτοβιογράφου να δημοσιοποιήσει το κείμενό της -όπως η ίδια δηλώνει-, δεν διστάζει να προβεί σε δικές της εικασίες για όσα γενικά μπορεί να υφίστανται ορισμένες γυναίκες σήμερα, και τα οποία συχνά να αποσιωπώνται. Αποτολμά λοιπόν να προσθέσει εικόνες που υπονοούν την ύπαρξη έμφυλης βίας, όπως η σεξουαλική ή σωματική κακοποίηση. Με την ίδια συλλογιστική, η επιλογή του τίτλου Αγχίνοια (=οξύνοια) στο έργο της δεν είναι διόλου τυχαία. Η χρήση του εν λόγω όρου συνιστά μια ακόμη στοχαστική αιχμή με προεκτάσεις σε ό,τι αφορά γενικότερα τη θέση πολλών γυναικών, των οποίων ο νους τους βρίσκεται σε εγρήγορση, ωστόσο —λόγω του φύλου τους — βρίσκονται στο περιθώριο ή δεν είναι σε θέση να αντιδράσουν σε οποιασδήποτε μορφής καταπίεση.
Επιπλέον, αντλώντας εικονογραφικό υλικό που αποτυπώνει σύμβολα διαμαρτυρίας, αντίστασης και θυσιών από διαφορετικές χρονικές εποχές, αλλά και μορφές γυναικών, περνά στην υπόμνηση της ένοπλης δράσης ορισμένων γυναικών, καθώς και της συμμετοχής αυτών σε αγώνες και εξεγέρσεις υπέρ της ελευθερίας και της γυναικείας χειραφέτησης (π.χ. γροθιά, άρματα μάχης κ.ά. / Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, Αντωνούσα Καστανάκη1, Frida Kahlo κ.ά.).
Τέλος, εστιάζει στο φαινόμενο της περιστασιακής αντιστροφής του κατά φύλα ενδυματολογικού κώδικα (παρενδυσία). Συγκεκριμένα, χρησιμοποιώντας την ιδέα των “paper dolls” εναλλάσσει με ταχύτατους ρυθμούς στο σώμα μιας χάρτινης γυναικείας φιγούρας γυναικεία με ανδρικά ενδύματα. Μάλιστα, ανάμεσα στα ενδύματα που επιλέγει να χρησιμοποιήσει είναι το πολύπτυχο φουστάνι που απαντάται στα νησιά του Αργοσαρωνικού και το οποίο φέρει η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα σε λιθογραφία του 1852 που φιλοτέχνησε ο Peter von Hess, όπου η ηρωίδα αποκλείει το Ναύπλιο, το καλοκαίρι του 1821.
Δίνει έτσι την επιλογή στο κοινό να ερμηνεύσει όπως αυτό θέλει τον ρόλο που μπορεί να παίζει το ένδυμα στην «κατασκευή» έμφυλων ταυτοτήτων, αλλά και να αναρωτηθεί πώς μπορεί να ντύνονταν οι γυναίκες που έμπρακτα συμμετείχαν στον Αγώνα για την ανεξαρτησία.
Όπως ίσως αναρωτιέται στο όνειρό της για την Μπουμπουλίνα και η ηρωίδα του μυθιστορήματος Ελένη ή ο Κανένας.
«Όρθια στην πλώρη, εφορμώντας με τον στόλο της στο απόρθητο Ανάπλι, έδειχνε στους κανονιέρηδες με το δεξί της υψωμένο χέρι πού ακριβώς να βαρέσουν. Δεν εφορούσε όμως τα ρούχα της περίφημης ζωγραφιάς της, αλλά τα ρούχα των ψιθύρων και των αποσιωπήσεων. Κατά πώς άφηναν οι γυναίκες στα κατώφλια να εννοηθεί, όταν παιδί αποσπέριζα ακούγοντάς τες, αλλά τώρα μονάχα καταλάβαινα τη σημασία των λόγων "με γυναικεία ενδύματα δεν μπαίνει άνθρωπος στην πράξη του πολέμου". Ούτε τα όπλα του χειρίζεται σωστά ούτε και σκέφτεται σωστά. Και το χειρότερο, με τα παράταιρα γυναικεία ρούχα έδινε στόχο στον εχθρό σέρνοντας γρουσουζιά στους δικούς του. Άρα, συμπέραιναν δίχως βέβαια να την έχουν δει σε ώρα μάχης, η Λασκαρίνα ανέβαινε στα πλοία και κατέβαινε με τις φούστες της και με τις χρυσές μαντίλες, ενόσω όμως έκανε κουμάντο, δεν μπορεί παρά να βρισκότανε μέσα σε αντρίκεια φορεσιά, πότε του πρώτου της, πότε του δεύτερού της άντρα, σκοτωμένων και των δυο τους. Την ονειρεύτηκα να οδηγεί τους κανονιέρηδες ντυμένη στα ματωμένα ρούχα ενός αδικοθάνατου και αγαπημένου άντρα. […]. Η Κυρά τράβηξε μια στιγμή το βλέμμα της από τον στόχο, γύρισε και μου είπε να συνεχίσω να ντύνομαι σαν άντρας, γιατί έτσι θα μάθω τα διπλάσια κι από τους άντρες κι από τις γυναίκες.»
Απόσπασμα από το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη, Ελένη ή ο Κανένας, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2004, σ. 16-19. Το έργο είναι βασισμένο στη ζωή της πρώτης Ελληνίδας ζωγράφου, της Ελένης Αλταμούρα – Μπούκουρα (γεν. Σπέτσες, 1821), η οποία ντυμένη ως άντρας και με το ψευδώνυμο Χρυσίνης Μπούκουρας κατόρθωσε να σπουδάσει ζωγραφική στην Ιταλία.
- 1. Η Αντωνούσα Καστανάκη (γεν. Κερά Κισάμου, 1844) αγωνίστηκε στην επανάσταση του 1866 στην Κρήτη και μάλιστα καθώς λέγεται ντυμένη με την ανδρική κρητική φορεσιά. Η μορφή της είναι γνωστή από το εξώφυλλο του Ιταλικού περιοδικού "L`Emporio Pittoresco", της 5ης Σεπτ. 1868, σε άρθρο για την Κρητική Επανάσταση του 1866-1869 που υπογράφει η φιλελληνίδα Dora d`Istria.
Η Τάνια Βελίσκου σπούδασε Ιστορία και Αρχαιολογία στο Α.Π.Θ., λαμβάνοντας υποτροφίες από το Κληροδότημα Τσαγκαδά για την επίδοση στα προγράμματα Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας. Με υποτροφία του Ιδρύματος «Μαρίας Χειμαριού» πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές εξειδίκευσης στη Μουσειολογία στο Τμήμα Μουσειακών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Leicester του Ηνωμένου Βασιλείου.
Έχει συμμετάσχει σε ερευνητικά προγράμματα του Α.Π.Θ. που αφορούν στην τεκμηρίωση και διαχείριση ενδυματολογικών συλλογών, καθώς και σε επιτόπιες λαογραφικές έρευνες στη Β. Ελλάδα. Εργάζεται ως επιμελήτρια στο Μουσείο Ιστορίας της Ελληνικής Ενδυμασίας του Λυκείου των Ελληνίδων, με κύρια καθήκοντα την εκπόνηση μουσειολογικών μελετών, τον μουσειογραφικό σχεδιασμό και την επιμέλεια των θεματικών εκθέσεων. Είναι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Ενδυμασιολογίας.
Αγγελική Μπόζου
Θάνος Κοσμίδης
Πέτρος Σταμέλος
Πέννυ Σακκοπούλου – Βαλταζάνου
Αλέξανδρος Κακλαμάνος
Ζωή Κόνα
Τάνια Βελίσκου
το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο και τη Γενική Επιμελήτρια Συλλογών Νατάσα Καστρίτση